Morphologia Graeca. 2013.
ἰοδέτων — ἰόδετος violet twined masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιόδετος — ἰόδετος, ον (Α) δεμένος ή πλεγμένος με ία («ἰοδέτων στεφάνων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + δετος (< δέω «δένω»), πρβλ. σκυρό δετος, χρυσό δετος] … Dictionary of Greek